- κεραίτις
- κεραῑτις, -αίτιδος, ἡ (Α) [κέρας]το φυτό βούκερως*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOENUM Graecum — Gr. τῆλις, unde teilinum oleum, de quo vide Salmas. as Solin. p. 466. et infra suo loco: aliter et κεραΐτις et βούκερως a seminis curvatura, Lat. sillicula, vel Silicla describitur Plin. l. 18: c. 16. Et silicia scarificatione seritur, non… … Hofmann J. Lexicon universale
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek